λυροκιθάρα

λυροκιθάρα
η
μουσικό όργανο με κρουόμενες χορδές το οποίο διαδόθηκε κατά τον 19ο αιώνα και τού οποίου η μορφή θύμιζε αρχαία λύρα με μία λαβή, ανάλογη με τη λαβή τής κιθάρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”